- πολυβραβευμένος
- -η, -ο, Ντιμημένος με πολλά βραβεία, με πολλές τιμητικές διακρίσεις («πολυβραβευμένη ταινία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μορέτι, Νάνι — (Nanni Moretti, Μπολζάνο 1953 –). Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Από τα μεγάλα ταλέντα του σύγχρονου σινεμά της πατρίδας του, πολυβραβευμένος στα φεστιβάλ αλλά και φανατικά πολιτικοποιημένος στα θέματα του ο Μ. στα νιάτα του… … Dictionary of Greek
Νιούμαν — (Newman). Επώνυμο οικογένειας Αμερικανών μουσικοσυνθετών. 1. Άλφρεντ (Alfred, Κονέκτικατ 1901 – 1970). Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Κλασικός κινηματογραφικός συνθέτης που έγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες συμπεριλαμβανομένων μιούζικαλ,… … Dictionary of Greek